Τα ιταλικά είναι λατινογενής γλώσσα, άμεση διάδοχος της διαλέκτου της Φλωρεντίας. Ανήκει στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και ομιλείται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους κυρίως στην Ιταλία. Η Επίσημη ιταλική συνυπάρχει στην Ιταλία μαζί με έναν μεγάλο αριθμό νεο-λατινικών ιδιωμάτων και τοπικών διαλέκτων. Όπως πολλές γλώσσες που γράφονται με το Λατινικό αλφάβητο, τα Ιταλικά έχουν διπλά σύμφωνα. Ωστόσο, αντίθετα με, για παράδειγμα, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά, τα διπλά σύμφωνα προφέρονται ως μακρά στα Ιταλικά. Από τις Ρομανικές γλώσσες τα Ιταλικά θεωρούνται γενικά πως είναι η γλώσσα με την πιο στενή ομοιότητα με τα Λατινικά υπό όρους λεξιλογίου, αν και τα Ρουμανικά συντηρούν πιο πιστά τη γραμματική των Κλασικών Λατινικών, ενώ τα Σαρδηνιακά είναι τα πιο συντηρητικά υπό όρους φωνολογίας.
Στην Ελβετία τα Ιταλικά είναι μια από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες και απαντάται περισσότερο στα Ελβετικά καντόνια του Γκριτζιόνε και του Τιτσίνο. Είναι επίσης επίσημη γλώσσα του Σαν Μαρίνο, όπως και βασική γλώσσα του κράτους του Βατικανού.
Μπορεί να κατανοήσει και να χρησιμοποιήσει καθημερινές εκφράσεις που του είναι οικείες και πολύ βασικές φράσεις που έχουν στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Μπορεί να συστηθεί και να συστήσει άλλους και μπορεί να ρωτήσει και να απαντήσει ερωτήσεις που αφορούν προσωπικά στοιχεία, όπως το πού μένει, τα άτομα που γνωρίζει και τα πράγματα που κατέχει. Μπορεί να συνδιαλλαγεί με απλό τρόπο υπό την προϋπόθεση ότι ο συνομιλητής του μιλάει αργά και καθαρά και είναι διατεθειμένος να βοηθήσει.